αμχαρικός

αμχαρικός
-ή, -ό [Αμχάρα]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιοχή Αμχάρα τής Αιθιοπίας
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η Αμχαρική
η αμχαρική γλώσσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”